Μεσσηνία: Άρχισαν τα λουκέτα και στα κινέζικα

Οι πελάτες τους συνεχώς μειώνονται, ενώ οι εκπτώσεις τελειώνουν «και δεν είχαμε καθόλου δουλειά, πήγαμε χειρότερα από πέρυσι» λένε οι Κινέζοι

Πρακτικός συνεργός ή αποδιοπομπαίος τράγος στην τοπική μας οικονομική κατρακύλα, τα κινέζικα καταστήματα άρχισαν, την τελευταία πενταετία, να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια και στο νομό Μεσσηνίας. Η νομιμότητά τους έχει πολλάκις αμφισβητηθεί και δεν είναι λίγες οι φορές που το Επιμελητήριο έχει απαιτήσει τον ενδελεχή έλεγχο της λειτουργίας τους από τους αρμόδιους φορείς. Να, όμως, που η οικονομική κρίση χτύπησε και την… China Town. Οι πελάτες τους συνεχώς μειώνονται, ενώ αρκετά έχουν ήδη βάλει λουκέτο.

«Οι εκπτώσεις κοντεύουν να τελειώσουν», μου λέει ο Τσάκι, «και δεν είχαμε καθόλου δουλειά. Φέτος έχουμε εκπτώσεις μέχρι 60% και όμως πήγαμε χειρότερα από πέρυσι».

Κυριολεκτικά… χαμένη στη μετάφραση, κίνησα να συναντήσω τους Κινέζους συμπολίτες μας στα καταστήματά τους. Ήθελα να συζητήσω μαζί τους, τους λόγους που τα –συνώνυμα των εξωφρενικά χαμηλών τιμών- μαγαζιά τους κλείνουν και, όσα παραμένουν, μετρούν όλο και λιγότερους πελάτες. Κυρίως, ήθελα να γνωρίσω τους ανθρώπους πίσω από τη γενίκευση, να πάρω μια γεύση της ζωής τους, να δω πώς βλέπουν την Καλαμάτα και τους Καλαματιανούς. Το εγχείρημα αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολο.

Κατ’ αρχάς είναι το πρόβλημα της γλώσσας. Ελάχιστοι Κινέζοι μιλούν ελληνικά. Το ελληνικό τους λεξιλόγιο είναι περιορισμένο στα απολύτως απαραίτητα: Γνωρίζουν τις λέξεις για τα εμπορεύματά τους, αριθμούς για να βρίσκουν τα νούμερα και να κάνουν τις οικονομικές συναλλαγές, κάποιες εκφράσεις της καθομιλουμένης. Έπειτα, είναι η κινέζικη νοοτροπία. Ο κινεζικός λαός είναι γαλουχημένος στη σκληρή εργασία και την εσωστρέφεια. Δε μιλούν πολύ, δεν ανοίγονται εύκολα ούτε μεταξύ τους, δύσκολα κάνουν παρέες με τους ντόπιους. Το τελευταίο έχει να κάνει και με την ανασφάλεια που ούτως ή άλλως συνοδεύει την τοπική τους δραστηριοποίηση. Οι περισσότεροι νόμισαν ότι είμαι από την Αστυνομία ή την Εφορία, αμέσως μόλις με είδαν έβγαλαν τα χαρτιά που αποδείκνυαν την νομιμότητά τους, τους έλεγα (με ολίγη από νοηματική) ότι γράφω σε εφημερίδα και νόμιζαν ότι θα τους κόψω κλήση. Άντε να εξηγείς…

Στην πρώτη μου στάση, πάντως, στο πολυκατάστημα «China Town» απέναντι από την Καπνοβιομηχανία Καρέλια, συνεννοήθηκα σχετικά εύκολα. Ένας από τους υπαλλήλους, ο Τσάκι, γνωρίζει κάποια ελληνικά και αγγλικά. Είναι 21 ετών και ήρθε στη χώρα μας από τη Σαγκάη.

Το «China Town» λειτουργεί από πέρυσι τον Μάρτιο, εκεί που ήταν το παλιό «Metro». Στον τεράστιο χώρο, μπορείς να βρεις ό,τι φοριέται από ρούχα και παπούτσια, μέχρι γυαλιά, καπέλα και άλλα αξεσουάρ. Όταν το επισκέφθηκα, στο κατάστημα υπήρχαν μόνο οι υπάλληλοι και μια οικογένεια Τσιγγάνων πελατών.

«Οι εκπτώσεις κοντεύουν να τελειώσουν», μου λέει ο Τσάκι, «και δεν είχαμε καθόλου δουλειά. Όχι μόνο τώρα, αλλά γενικά τον τελευταίο καιρό, δεν κινείται τίποτα. Φέτος έχουμε εκπτώσεις μέχρι 60% και όμως πήγαμε χειρότερα από πέρυσι».

Στην Καλαμάτα, μου λέει, υπάρχουν τουλάχιστον δέκα κινέζικα μαγαζιά με είδη ρουχισμού. Μου κατονομάζει τρία που έκλεισαν πρόσφατα. Ανατρέχοντας αργότερα στα αρχεία του Επιμελητηρίου, δύσκολα βρήκαμε άκρη με τον ακριβή αριθμό των κινέζικων καταστημάτων. Αφενός, δεν είναι όλα γραμμένα στο Επιμελητήριο. «Πολλά έχουν έδρα στην Αθήνα και δεν γράφουν τα υποκαταστήματα», μου είπε η υπάλληλος. Αφετέρου, πριν αρχίσουν να μπαίνουν στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, η καταγραφή της εθνικότητας δεν ήταν ανάμεσα στα ζητούμενα. Πολλά κινέζικα καταστήματα είναι γραμμένα με ελληνικά ονόματα.

«Αυτό που ζητάμε», υπογραμμίζει ο Γιώργος Καραμπάτος, πρόεδρος του Επιμελητηρίου, «είναι να εφαρμοστεί ο νόμος της χώρας για όλους, και για τα κινέζικα μαγαζιά. Βλέπουμε τεράστιες αποθήκες με προϊόντα που διαφεύγουν του φορολογικού ελέγχου, να τα στέλνουν  στα κατά τόπου κινέζικα καταστήματα, με αποτέλεσμα να είναι πολύ χαμηλές οι τιμές. Υπέρογκα ποσά χάνονται από τη χώρα, ενώ ντόπια μικρά μαγαζιά οδηγούνται σε λουκέτο. Υπάρχουν ελεγκτικές αρχές να καταγράψουν αναλυτικά την κατάσταση, ώστε να ξέρουμε πού βρισκόμαστε;».

Πίσω στον Τσάκι, τον ρωτάω πώς βρίσκει τη ζωή στην Ελλάδα.

«Η οικονομία είναι χειρότερα από ποτέ», μου λέει. «Η ζωή είναι καλή όταν υπάρχει δουλειά. Χωρίς δουλειά, υπάρχει πρόβλημα».

«Γενικά, ως κατάστημα, προβλήματα δεν έχουμε. Στην αρχή ήταν δύσκολα με τη γραφειοκρατία, αλλά τώρα είμαστε εντάξει. Πρόσφατα ήρθε η Αστυνομία και μας ζήτησε να κατεβάσουμε την ταμπέλα γιατί ήταν πολύ μεγάλη και ίσως επικίνδυνη. Το κάναμε. Αλλά, δεν έχει δουλειά».

Στο «Yayi Fashion» στην Αριστοδήμου (όπως και σε πολλά καταστήματα αργότερα), στάθηκε αδύνατο να συνεννοηθούμε. Ενώ μιλούσαν με τους πελάτες τους στοιχειώδη ελληνικά,  μαζί μου μάλλον δεν ήθελαν να μιλήσουν. Σε ότι κι αν τους έλεγα, απαντούσαν «δεν καταλαβαίνω» και μου έδειχναν τα νόμιμα χαρτιά τους. Εγκατέλειψα.

Ευτυχώς, συνάντησα τον φιλικό Ου, στο κατάστημά του, λίγο πιο πάνω στην Αριστοδήμου. Νεαρός οικογενειάρχης, ο 27χρονος Ου, άνοιξε το μαγαζί πριν επτά μήνες. Ζει στην Καλαμάτα με τη σύζυγο και την εννέα μηνών κορούλα τους. Μιλά αρκετά καλά ελληνικά.

«Δεν έχει καθόλου δουλειά», μου λέει όταν τον ρωτάω πώς πάνε τα πράγματα.

Σε τι το αποδίδει;

«Όταν άνοιξαν τα πρώτα κινέζικα καταστήματα ήταν πράγματι φθηνότερα από τα υπόλοιπα της αγοράς», αναφέρει. «Σήμερα, έχει αλλάξει το σκηνικό. Σε πολλά μαγαζιά της Καλαμάτας βρίσκεις πολύ φθηνά πράγματα, οπότε έχει στραφεί εκεί ο κόσμος. Εν τω μεταξύ, τα ενοίκια και τα έξοδα έχουν αυξηθεί για όλους μας. Έχω παιδί και οικογένεια. Μόλις που τα βγάζουμε πέρα».

Οικονομικοί μετανάστες (κυρίως Αλβανοί και Βούλγαροι) και οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις των Ελλήνων είναι οι πελάτες των κινέζικων, μου λέει ο Ου. «Τώρα όμως οι φτωχοί έχουν γίνει φτωχότεροι. Δεν υπάρχουν δουλειές, ανεργία. Πώς να χαλάσει έστω και λίγα ο κόσμος;».

Όπως ο Ου, έτσι και αρκετοί άλλοι Κινέζοι της Καλαμάτας ζουν στην πόλη με τις οικογένειες και τα παιδιά τους. Υπάρχει κάποιο σχολείο όπου μπορούν τα παιδιά να μάθουν τη μητρική τους γλώσσα; ρωτάω τον Ου.

«Μέσα στην οικογένεια μαθαίνουμε στα παιδιά μας κινέζικα. Σχολείο υπάρχει μόνο στην Αθήνα», απαντά και μου λέει πως όταν μεγαλώσει το μωρό του θα προτιμήσει να επιστρέψει στη Σαγκάη απ’ όπου κατάγεται παρά να πάει στην Αθήνα. «Όπως όλοι οι μετανάστες, ονειρεύομαι την επιστροφή στον τόπο μου», σημειώνει.

Οικογενειακή είναι και η επιχείρηση «Hong Kong». Οι ίδιοι δεν θέλουν να μου μιλήσουν, με παραπέμπουν όμως στην υπάλληλό τους, την Καλαματιανή Λουίζα. Η Λουίζα εργάζεται εδώ και τέσσερα χρόνια στο «Hong Kong».

«Όταν ξεκίνησα να δουλεύω, είχε πάρα πολλή κίνηση», μου λέει. «Ειδικά τις περιόδους γύρω από γιορτές, το μαγαζί γέμιζε. Τώρα, δεν υπάρχουν δουλειές, ο κόσμος δεν έχει χρήματα και η κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει. Πολλά κινέζικα μαγαζιά έχουν κλείσει».

Η 80χρονη κα Ελένη, μαζί με τη συνομήλικη φίλη της, ψωνίζουν ρούχα από το «Hong Kong».

«Τα κινέζικα δεν μας ικανοποιούν πάντα, αλλά η οικονομική κατάσταση είναι τέτοια που δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Τα ελληνικά μαγαζιά έχουν ανάγκη κι αυτά, αλλά, όταν δεν βγαίνεις, προτιμάς τα κινέζικα. Εδώ βρίσκουμε μπλούζες με 7 ευρώ. Ρίξτε μια ματιά στις εκπτώσεις στις βιτρίνες. Δε βρίσκεις αλλού τέτοιες τιμές», δηλώνει.

Η ηλικιωμένη γυναίκα μου λέει πως παίρνει σύνταξη 600 ευρώ και πρέπει να στηρίξει τα εγγόνια της, που αν και πτυχιούχοι, είναι άνεργοι.

«Η ανάγκη μάς κάνει να ερχόμαστε στα κινέζικα, όπως αντίστοιχα πηγαίνουμε στα σούπερ μάρκετ και, αντί για ντόπια, παίρνουμε τα πιο φθηνά προϊόντα που υπάρχουν», λέει και προσθέτει: «Στον τόπο μας υπάρχουν πλέον πολλές εθνικότητες και, όπως παντού, πολλές ποιότητες ανθρώπων. Οι Κινέζοι είναι πάντως ήσυχοι άνθρωποι. Κοιτάζουν τη δουλειά τους και δε δημιουργούν προβλήματα».

Η 20χρονη Μαρία, από την άλλη, βλέπει τα κινέζικα ως μια φθηνή λύση για να ανανεώνει την γκαρνταρόμπα της. «Έτσι κι αλλιώς», λέει, «μήπως και στα άλλα μαγαζιά τα περισσότερα ρούχα δεν είναι Made in China;».

Της Γεωργίας Οικονομοπούλου από το Θάρρος Μεσσηνίας