Αρθρο σοκ απο μια Μάνα.. “Το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου ήταν που έκανα παιδιά”

Ένα άρθρο γροθιά στο στομάχι για τους περισσότερους ειδικά στην αρχή του. Αποδεικνύει όμως περίτρανα και απαντά σε όλους αυτούς τους νέους.. Γυναίκες και Άντρες την σημασία του παιδιού. Την σημασία να είσαι σωστός γονιός και όχι φέρνοντας στον κόσμο μια ψυχή να καλύπτεις την εγωιστική υπάρξει του δήθεν  ρόλους σου πάνω στη γη.!!

Άρθρο για να ξυπνήσει συνειδήσεις και να δώσει ίσως και μερικές απαντήσεις..

Διαβάστε το αξίζει.

 

H Isabella Dutton, 57, λέει πως εύχεται να μην είχε μείνει ποτέ της έγκυος

Σιχαινόμουν το χρόνο που μου ρουφούσαν τα παιδιά μου. Σαν παράσιτα, έπαιρναν από μένα και δεν μου πρόσφεραν τίποτα σε αντάλλαγμα

Ο γιος μου ο Stuart ήταν πέντε χρονών όταν συνειδητοποίησα κάτι που με βάρεσε σα χαστούκι: το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου ήταν που έκανα παιδί.

Ακόμη και τώρα, 33 χρόνια μετά, μπορώ να δω εκείνη τη στιγμή: Τον Stuart να κοιμάται στην κούνια του. Ήταν ώρα να τον ταΐσω, μα δεν είχε ξυπνήσει ακόμη. Τον άκουγα να δυσανασχετεί, αλλά όταν κοίταξα το στρογγυλό του πρόσωπο, έτοιμο να ξυπνήσει, δεν ένιωσα τίποτα να με δένει μ’ αυτόν. Κανένα συναίσθημα ζεστασιάς και μητρικού φίλτρου.

Αισθανόμουν εντελώς αποκομμένη από αυτό το ξένο πλάσμα που σφετεριζόταν την τακτοποιημένη μου έγγαμη ζωή και την άλλαξε αμετάκλητα, προς το χειρότερο.

Ήμουν 22 όταν έκανα τον Stuart, ο οποίος ήταν ένα ήρεμο και υπάκουο μωρό. Για τα συναισθήματά μου δεν έφταιγε η κούραση λοιπόν, ούτε και κάποια επιλόχεια κατάθλιψη, ούτε ακόμη και κάποια περαστική στεναχώρια. Πολύ απλά, πάντα μισούσα την ιδέα της μητρότητας. Εκείνη τη στιγμή, εξαφανίστηκε κάθε ίχνος ελπίδας πως η αντιπάθειά μου αυτή θα θεραπευόταν μόλις γινόμουνα μαμά.

Θυμάμαι να αναρωτιέμαι, “Είναι πραγματικά δικός μου;” Θα μπορούσε, στην κυριολεξία, να είναι το μωρό οποιουδήποτε. Αν κάποιος ευγενικός άγνωστος προσφερόταν να τον υιοθετήσει εκείνη τη στιγμή, δε θα είχα αντίρρηση.

Κι όμως, δεν ήθελα να πάθει τίποτα ο Stuart και αφιέρωνα όλη μου την ενέργεια στη φροντίδα του. Ακόμη κι έτσι, ήξερα πως η ζωή μου θα ήταν πιο ευτυχισμένη και πιο πλήρης χωρίς παιδιά.

Δύο χρόνια και τέσσερις μήνες μετά τη γέννηση του Stuart, έκανα την κόρη μου την Jo. Μπορεί να φαίνεται διεστραμμένο που έκανα κι άλλο παιδί τόσο που τα αποστρεφόμουν, αλλά πιστεύω πως είναι πολύ εγωιστικό να έχεις ένα μοναχοπαίδι.

Ένιωθα την ίδια ακριβώς αδιαφορία προς αυτήν όπως και με τον Stuart, ήξερα όμως πως θα φρόντιζα την Jo στο καλύτερο των δυνατοτήτων μου και θα την αγαπούσα όπως έμαθα να αγαπάω και εκείνον.

Απεχθανόμουν όμως την εξάρτησή της – αγανακτούσα με το χρόνο που μου απορροφούσε, σαν παράσιτα τα δύο μου παιδιά συνέχιζαν να παίρνουν από μένα χωρίς να δίνουν κάτι σημαντικό πίσω σε μένα.

Όποτε έλεγα σε φίλους πως ευχόμουν να μην τα έκανα ποτέ, κοβόταν η ανάσα τους από το σοκ. “Δεν μπορεί να το εννοείς αυτό;” Μα φυσικά και το εννοούσα.

Για κάποιους, η ζωή μου πριν τα παιδιά μπορεί να φαινόταν βαρετή και η δουλειά μου ως δακτυλογράφος να μην ήταν δα, είναι αλήθεια, και καμιά καριέρα. Ποια ήταν λοιπόν αυτή η τρομερή θυσία, μπορεί να σκέφτεστε.

Αυτό που εκτιμούσα περισσότερο στη ζωή μου ήταν ο προσωπικός μου χρόνος – να καθήσω να σκεφτώ, να διαβάσω και να απολαύσω τη δική μου συντροφιά και γαλήνη. Ξαφνικά αυτή η ηρεμία και η απομόνωση δεν υπήρχαν. Εισέβαλαν σ’ αυτή δύο μικροί παρείσακτοι. Και δεν πήρα ποτέ μου πίσω αυτή την ηρεμία.

Δεν ξέρω γιατί αισθάνομαι ό,τι αισθάνομαι. Είμαστε πέντε αδέλφια που μεγαλώσαμε σε μια ευτυχισμένη οικογένεια με γονείς που μας αγαπούσαν. Ο μπαμπάς ήταν στο στρατό – η μαμά, που γνώρισε όσο υπηρετούσε στη Γερμανία, μας μεγάλωσε στα West Midlands.

Η μαμά και γω ήμασταν δεμένες – ακόμη και ως ενήλικας μπορούσα να της εκμυστηρευτώ τα πάντα. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ χαρούμενα και συνηθισμένα. Όπως τα περισσότερα κοριτσάκια έπαιζα με κούκλες. Δεν θυμάμαι όμως ποτέ όταν παίζαμε “τη μαμά με το μωρό” να θέλω να γίνει πραγματικότητα.

Ξέρω πως υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που θα με θεωρήσουν απίστευτα ψυχρή και αφύσικη, αλλά πιστεύω πως θα υπάρχουν και άλλοι που μέσα τους θα νιώθουν το ίδιο. Είμαι απλά ειλικρινής – πολλοί θα ισχυριστούν πως είμαι και σκληρή – και παραδέχομαι τα όσα νιώθω. Με αυτή μου την πράξη έχω θεωρητικά καταρρίψει έναν απαράβατο κανόνα της φύσης. Ποια μητέρα, άλλωστε, θα ευχόταν να μην είχε κάνει παιδιά; Δεν έκρυψα ποτέ την αλήθεια από τον άντρα μου τον Tony, ο οποίος είναι σήμερα 62 ετών.

Από τη στιγμή που αποφασίσαμε να περάσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας μαζί, του παραδέχτηκα πως δεν ήθελα να κάνουμε οικογένεια.

Ερωτευτήκαμε από παιδιά. Γνωριστήκαμε όταν ήμουν 12 και αυτός 16 – ήταν η πρώτη μου και μοναδική αγάπη. Στα 19 μου ανέβηκα τα σκαλιά της εκκλησίας, μια χαρούμενη νύφη που ανυπομονούσε για μια ευτυχισμένη ζωή με τον άντρα που λάτρευα.

Γνώριζα όμως από τότε πως θα κολλούσαμε στο θέμα των παιδιών. Ο Tony ήθελε τέσσερα. Εγώ δεν ήθελα κανένα. Είχαμε συζητήσει το θέμα και νομίζω πως πίστευε ότι θα αλλάξω γνώμη.

Υποθέτω φανταζόταν ότι μιας και οι φίλες μου άρχιζαν να κάνουν παιδιά, θα ένιωθα και γω την ανάγκη να γίνω μαμά. Ήλπιζα να αλλάξει γνώμη.

Όταν παντρευτήκαμε, αγοράσαμε ένα σπίτι με τρία υπνοδωμάτια στο Coventry, το σημερινό μας σπίτι. Ο Tony ακολουθούσε το πάθος του για τα σπορ – τα ενδιαφέροντά μου ήταν πιο κλειστά. Μ’ αρέσει το πλέξιμο, η ραπτική και το διάβασμα και συμμετείχα σε μία λέσχη βιβλίων.

Ο Tony τότε εργαζόταν, όπως και σήμερα, ως σχεδιαστής στην αυτοκινητοβιομηχανία. Εγώ ήμουν δακτυλογράφος στο γραφείο μιας εταιρίας τηλεπικοινωνιών.

Λίγους μήνες μετά το γάμο, ο Tony άρχισε να ρωτάει αν ήμουν ακόμη ανένδοτη σχετικά με τα παιδιά. Τελικά υπέκυψα επειδή τον αγαπούσα και αισθανόμουν πως θα ήταν άδικο εκ μέρους μου να του αρνηθώ την ευκαιρία να γίνει πατέρας.

Υπήρχαν όμως προϋποθέσεις: αν ήταν να κάνω παιδιά ήξερα – όσο παράλογο κι αν φαίνεται δεδομένου του πως ένιωθα – πως ήμουν αποφασισμένη να τα μεγαλώσω μόνη μου χωρίς βοήθεια από νταντάδες και παιδοκόμους.

Δεν ήταν τρόπος να καθησυχάσω τις ενοχές μου, επειδή δεν ένιωθα ενοχές. Απλά, μιας και θα τα έφερνα στον κόσμο, θα έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα για εκείνα.

Δεν μπορώ να καταλάβω τις μητέρες που επιμένουν πως θέλουν παιδιά – ειδικά αυτές που κάνουν χρόνια θεραπείες για θέματα γονιμότητας – και μετά επιστρέφουν στη δουλειά με την πρώτη ευκαιρία μετά τη γέννα, αφήνοντας τη σημαντική δουλειά της φροντίδας τους σε ξένους.

Γιατί να τα κάνεις αφού δε θες να τα μεγαλώσεις ή δεν έχεις τα χρήματα να το κάνεις; Και γιατί να υποκρίνεσαι πως τα ήθελες αν δεν έχεις την πρόθεση να τα μεγαλώσεις; Αυτή η υποκρισία, στα δικά μου μάτια, είναι πολύ πιο καταστροφική και δυσνόητη από τη δική μου παραδοχή πως η ζωή μου θα ήταν καλύτερη χωρίς παιδιά.

Και αυτή είναι μάλλον η ουσία: δεν θα αναλάμβανα τη δουλειά της μητρότητας για να την κάνω με μισή καρδιά. Σε αντίθεση με τόσες επίδοξες μαμάδες, σκέφτηκα πολύ τις ευθύνες που θα είχε αυτός ο ρόλος και πιστεύω αν το έκαναν περισσότερες γυναίκες πριν πέσουν σ’ αυτό με τα μούτρα, θα μοιράζονταν τους ενδοιασμούς μου.

Γνώριζα πολύ καλά πως ένα παιδί θα σφετεριζόταν την ανεξαρτησία μου και θα μου στράγγιζε τα οικονομικά. Δεν ενθουσιάστηκα καθόλου καθώς πλησίαζε η μέρα της γέννας. Δεν είχα την ανάγκη να γεμίσω το παιδικό δωμάτιο με παιχνίδια, ούτε και διάβασα βιβλία για γονείς ή αντάλλαξα συμβουλές με φίλες. Επικεντρώθηκα στο να απολαύσω τους τελευταίους μήνες ανεξαρτησίας μου. Ο Tony και γω είχαμε έναν πολύ γερό γάμο – και εξακολουθούμε να έχουμε 37 χρόνια μετά – και δεν φοβόμουν μήπως το μωρό θα επηρέαζε τη σχέση μας. Διατηρούσαμε μία ενεργή και ικανοποιητική σεξουαλική ζωή και βγαίναμε έξω κάθε Παρασκευή όσο οι γονείς του Tony μας κρατούσαν τα παιδιά.

Ωστόσο, φοβόμουν πως το μικρό αυτό πλασματάκι θα παραβίαζε τη δική μου ανεξαρτησία.

Έτσι, τον Μάιο του 1979, γεννήθηκε ο Stuart, μελανιασμένος μιας και ο λώρος είχε μπλεχτεί γύρω απ’ το λαιμό του. Ενώ άλλες μητέρες θα τρελαίνονταν απ’ την ανησυχία, εγώ παρέμεινα ήρεμη όταν ο γιατρός τον πήρε μακριά. Έστειλα τον Tony πίσω στη δουλειά και τις επόμενες τέσσερις ώρες περίμενα χωρίς καμία αγωνία.

Δεν σκεφτόμουν πραγματικά καθόλου τον Stuart, μέχρι που γύρισε ο Tony από τη δουλειά και ρώτησε πού είναι.

Ήταν μια χαρά, φυσικά, αλλά όταν τον έφεραν πίσω στο δωμάτιο δεν αισθάνθηκα αυτό το πετάρισμα στην καρδιά μου που νιώθουν οι νέες μαμάδες. Κάθησα απλά με μια κούπα τσάι και σκέφτηκα ψυχρά, “Τι έκανα;

Πίσω στο σπίτι, αποφάσισα να τον θηλάσω. Ήξερα πως είναι το καλύτερο για τον Stuart και πιστεύω πως κάθε μαμά θα έπρεπε να το κάνει. Ακόμη όμως και σ’ εκείνη την ιδιαίτερα προσωπική στιγμή, το δέσιμο δεν κατάφερε να δημιουργηθεί.

Ο Stuart έτρωγε αχόρταγα, κάθε δύο ώρες. Έμοιαζε σχεδόν μονίμως προσκολλημένος επάνω μου, αλλά ούτε αυτή η εγγύτητα ενός μωρού που θηλάζει δεν με έκανε να νιώσω μητέρα.

Δε θέλησα ποτέ να πληγώσω τον Stuart – ήθελα μόνο να τον βλέπω να είναι καλά και να μεγαλώνει. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως έμαθα να τον αγαπώ πολύ και για την ακρίβεια ακόμη τον αγαπώ. Πάντα όμως ευχόμουν να μην τον είχα γεννήσει.

Το είπα στον Tony, κι αν τον ανησύχησε αυτό, δεν το έδειχνε. Είπε απλά “Τώρα τον γεννήσαμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. Απλά πρέπει να το διαχειριστείς όσο καλύτερα μπορείς“.

Κι αυτό ακριβώς έκανα. Πιστεύω πως ήμουν καλή μαμά, αλλά ποτέ δεν ήμουν ποτέ δοτική. Όταν ο Stuart ήταν τριων εβδομάδων, τον πήγα με το καρότσι του στα μαγαζιά για πρώτη φορά μαζί με το κόκκινο σέτερ μας την Amber. Έξω από έναν φούρνο έδεσα τον σκύλο στο καρότσι και άφησα τον Stuart με την Amber όσο εγώ ήμουν μέσα και αγόραζα ένα ψωμί και κάτι γλυκά.

Ήταν αφού γύρισα σπίτι, μου έφτιαξα μια κούπα τσάι και άρχισα να τρώω το γλυκό μου, που συνειδητοποίησα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο σκύλος μου δεν ήταν εκεί να περιμένει το κομμάτι της.

Η πρώτη σκέψη που μου πέρασε από το μυαλό ήταν: πού είναι η Amber; Μου είχε λείψει το σκυλί προτού συνειδητοποιήσω πως είχα αφήσει τον Stuart έξω από το μαγαζί. Δεν μπορώ να πω, ακόμη και τότε, πως είχα ανησυχήσει. Απλά πήρα τηλέφωνο στον φούρναρη να ρωτήσω αν ο Stuart και το σκυλί ήταν ακόμη απ’ έξω, τους μάζεψα και τους έφερα σπίτι.

Στην κλινική βρεφών, οι άλλες μαμάδες συνέκριναν τα βάρη των μωρών τους και κοκκορεύονταν για τα ορόσημα που είχαν εκείνα φτάσει, αλλά εγώ δεν ενδιαφερόμουν στο ελάχιστο για τόσο ασήμαντα πράγματα, οπότε πήγα στην κλινική μόνο μια φορά. Όταν οι άνθρωποι κοιτούσαν μέσα στο καρότσι του Stuart για να του πουν γλυκόλογα και να μου πουν πόσο αξιογάπητο μικρό ήταν, εγώ σκεφτόμουν, “Δεν είναι αλήθεια“. Δεν ήταν όμορφο μωρό.

Παράλληλα, ο Tony εκτελούσε τα καθήκοντά του ως πατέρας στην εντέλεια. Βοηθούσε με τις πάνες, έκανε μπάνιο στον Stuart και όταν ήμασταν έξω, ήταν ο μπαμπάς στον οποίο έτρεχε για παρηγοριά όποτε έπεφτε.

Όταν ο Stuart ήταν 18 μηνών, βάλαμε μπρος για το δεύτερο μωρό που υποσχέθηκα πως θα έκανα. Δεν ένιωσα περισσότερο ενθουσιασμένη στην ιδέα πως θα γινόμουν ξανά μητέρα απ’ όσο την πρώτη φορά. Όταν η Jo γεννήθηκε στον Αύγουστο του 1981, θυμάμαι με τι χαρά υποδέχτηκαν τα νέα της μικρής μας κόρης ο Tony και η οικογένειά του. Δεν μπορούσα να μοιραστώ τον ενθουσιασμό τους. Δεν μπορούσα να κάνω όμως τίποτα άλλο από το να κάνω την καλύτερη δουλειά στο να τη μεγαλώσω.

Το έκανα επιμελέστατα, ήταν όμως ο Tony που ήταν διαχυτικός και εκδηλωτικός Μπαμπάς.

Αγαπούσε υπερβολικά τα παιδιά, και όταν μεγάλωσαν αρκετά, τα πήγαινε στον αθλητικό όμιλο όπου ο Stuart έγινε ένας ολοκληρωμένος ποδοσφαιριστής. Η Jo πήγαινε μαζί ακόμη κι όταν ήθελε να πάει στην τουαλέτα.

Είχαμε πρόγραμμα, εγώ πρόσεχα το σπίτι, και όταν ο Tony δε δούλευε πρόσεχε τα παιδιά. Και γω υπερασπιζόμουν το χρόνο μου χωρίς τα παιδιά. Στις καλοκαιρινές μας διακοπές, ο Tony κι εγώ είχαμε ρητά καθορισμένους ρόλους. Δεν πρόσεχα τα παιδιά όσο ήταν εκεί. Όσο έπαιζαν ποδόσφαιρο, εγώ καθόμουν κολλημένη στην οθόνη να βλέπω Γκραν Πρι ή να παρακολουθώ γκολφ, κλεινόμουν πίσω στο σαλέ μας και βυθιζόμουν σ’ ένα καλό βιβλίο. Άλλες μαμάδες έτρεχαν σαν ακέφαλα κοτόπουλα πίσω απ’ τα παιδιά τους, αλά στο δικό μας σπίτι τον ρόλο αυτό τον είχε ο Tony.

Μοιραστήκαμε πολλές χαρούμενες στιγμές μαζί – έκανα ό,τι έπρεπε να κάνει μια καλή μητέρα. Παίρναμε τα κουβαδάκια μας και πηγαίναμε στο Isle of Wight – τα παιδιά διέπρεπαν σε πολλές αθλητικές εκδηλώσεις. Είμαι σίγουρη πως θα συμφωνήσουν πως πάντα ένιωθαν ασφάλεια και αγάπη.

Δεν είναι πως ζούσα κάθε μέρα εκφράζοντας δυσαρέσκεια για τα παιδιά μου – ήταν απλά πως ένιωθα καταπίεση από τις συνεχείς ευθύνες μου προς αυτά. Τα μικρά παιδιά δε σου επιτρέπουν να είσαι αυθόρμητος – κάθε έξοδος γίνεται ολόκληρη αποστολή. Αν παίρνεις τη δουλειά του γονιού σοβαρά, βάζεις πάντα τις ανάγκες τους πριν τις δικές σου.

Το να έχεις παιδιά σε δεσμεύει σε μία ζωή γεμάτη έξοδα και σε ρουφάει συναισθηματικά, με μικρό ή μηδενικό αντάλλαγμα. Επιβαρύνει τρομερά τον γάμο και είναι πάντα κουραστικό. Και η δουλειά σου δεν τελειώνει ποτέ.

Ξέρω πως η ζωή μου με τον Τony θα ήταν πολύ πιο ευτυχισμένη χωρίς παιδιά, λιγότερο περίπλοκη και πολύ πιο ξέγνοιαστη.

Δεν πιστεύω πως ο Stuart ή η Jo αισθάνθηκαν ποτέ ψυχραμάρα από μέρους μου, παρόλο που η Jo κάποτε είπε “Ποτέ δε λες πως με αγαπάς, Μαμά“. Και δεν το έκανα, είναι αλήθεια. Διαβεβαίωνα όμως την Jo πως την αγαπούσα. Εκείνη και ο Stuart είχαν αποδεχτεί απλά πως δεν ήμουν εκδηλωτική.

Μεγάλωσαν κι αυτοί και έγιναν ευπροσάρμοστοι ενήλικες. Ο Stuart, 33, εργάζεται ως υπεύθυνος τεχνικός τηλεπικοινωνιών.

Είναι παντρεμένος με τη Lisa, 37, μία υπεύθυνη τραπέζης και έχουν δύο αξιολάτρευτα παιδιά. Πριν ο Stuart μού ανακοινώσει πως είχε γίνει μπαμπάς, με ρώτησε αν ήθελα να γίνω γιαγιά. Και του είπα κατηγορηματικά πως δεν ήθελα – δεν ήθελα αυτή η ελευθερία που ανέκτησα να γλιστρήσει απ’ τα χέρια μου με χρόνια babysitting.

Οι αμφιλεγόμενες απόψεις μου δεν τον σόκαραν. Πάντα ήξερε πως ήμουν ευθύς – ξέρει επίσης πως θα απαρνιόμουν τα καθήκοντα της γιαγιάς και θα απάλλασσα τον εαυτό μου από αυτά όσο μπορούσα.

Η Jo, 31, μοιράζεται τις απόψεις μου για τη μητρότητα: ποτέ της δε θέλησε παιδιά – ίσως οι απόψεις μου να διαμόρφωσαν τις δικές της.

Η δυστυχία της είναι πως οκτώ χρόνια πριν εμφάνισε πολλαπλή σκλήρυνση και έπρεπε να αφήσει τη δουλειά της ως σεφ. Τώρα είναι στο κρεβάτι και ζει με τον Tony και εμένα.

Έχω αναλάβει να τη φροντίζω αποκλειστικά και αν θα μπορούσα να έχω εγώ πολλαπλή σκλήρυνση αντί εκείνη, ευχαρίστως να το πάθαινα. Ξέρει πως θα έκανα τα πάντα για να την απαλύνω τον πόνο της και θα τη φροντίζω για όσο μπορώ. Είμαι σήμερα 57 ετών και καθώς γερνάω, έχω μια κόρη που εξαρτάται όλο και περισσότερο από εμένα.

Θα έκοβα όμως το δεξί μου χέρι για εκείνη ή τον Stuart αν χρειαζόταν.

Και ναι, ίσως είναι παράδοξο αυτό. Είμαι ευσυνείδητος και στοργικός γονιός – ίσως όμως να δυσανασχετούσα λιγότερο για το ότι έκανα παιδιά αν δεν ήμουν.